αμινοαλκοόλες

αμινοαλκοόλες
Οργανικές χημικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους και υδροξύλια (-ΟΗ) και αμινομάδες (-ΝΗ2). Είναι παχύρρευστα υγρά με βασικές ιδιότητες και έχουν υψηλό σημείο βρασμού. Ένας από τους τρόπους παρασκευής τους είναι η επίδραση αμμωνίας και αμινών σε οξείδια ολεφινών. Χρησιμοποιούνται στην παραγωγή απορρυπαντικών, καλλυντικών και αντινευραλγικών και αναισθητικών φαρμάκων. Στις α. ανήκει η χολίτη, μερικά αλκαλοειδή, όπως η εφεδρίτη και η ορμόνη αδρεναλίτη. Οι απλούστερες α. είναι οι αιθανολαμίνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”